ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΗΜΕΡΟ ΤΗΣ Α.Ρ.Σ.Ι. (2) 9 – 10 / 5 / 2009
- Κύρια σημεία της εισήγησης με θέμα την αποτίμηση του κινήματος των νοσοκομειακών γιατρών.
Η Α.Ρ.Σ.Ι. από την περίοδο 2002 – 2003 είχε καταρτίσει διεκδικητικό πλαίσιο για τα θέματα του χρόνου εργασίας σε άμεση και ουσιαστική σύνδεση με τις αποδοχές, την επαγγελματική αποκατάσταση, τις εργασιακές σχέσεις, την ιατρική εκπαίδευση και την επαρκή στελέχωση του συστήματος με μόνιμο ιατρικό προσωπικό σύμφωνα με τον νοσολογικό χάρτη και τις υγειονομικές ανάγκες. Η λογική μας από τότε ήταν ότι διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη ενός μαζικού διεκδικητικού κινήματος με πρωταγωνιστές τους ειδικευόμενους και μεγάλο κομμάτι των ειδικών, και αιτήματα που θα στοχεύουν ενιαία και ταυτόχρονα το τρίπτυχο ανθρώπινα ωράρια – αξιοπρεπείς αποδοχές – επαγγελματική αποκατάσταση μέσα σε ένα νέο δημόσιο σύστημα περίθαλψης που θα παρέχει πραγματικά δωρεάν, ισότιμη και σύγχρονη περίθαλψη.
Το φθινόπωρο του 2006 άρχισε να φουντώνει η συζήτηση στους νοσοκομειακούς γιατρούς για τα θέματα που αφορούσαν το ωράριο εργασίας. Η πίεση της πραγματικότητας έφερε τον όρο «εργασιακός μεσαίωνας» στο καθημερινό λεξιλόγιο. Όλες οι πολιτικές – συνδικαλιστικές δυνάμεις διαμόρφωσαν την στρατηγική τους ανάλογα με τις κοινοβουλευτικές τους εξαρτήσεις από τη μία και με τον ταξικό τους προσανατολισμό μέσα στο σώμα των νοσοκομειακών γιατρών από την άλλη.
- Οι δυνάμεις της ΝΔ από την αρχή είχαν συγκροτημένη αντίληψη που από την μία στόχευε στην υπεράσπιση των επιλογών της σημερινής πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου υγείας και από την άλλη στην βαθμολογική εξέλιξη όσων «γαλάζιων» αναπληρωτών δεν χωρούσαν στις κομματικές λίστες των κρίσεων για διευθυντές.
- Οι δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ σε κεντρικό επίπεδο, παρά τις όποιες τοπικές διαφοροποιήσεις (π.χ. Νησιώτης, Θεσσαλονίκη, Κιλκίς κλπ) από την αρχή τοποθετήθηκαν σχεδόν ανοικτά υπέρ της υπεράσπισης των προνομίων του μεγαλοδιευθυντικού κατεστημένου, σε ανοικτή γραμμή επικοινωνίας με κυβερνητικούς κύκλους.
Με άλλα λόγια οι δύο μεγάλες συνδικαλιστικές παρατάξεις από την αρχή έβαλαν σε δεύτερη μοίρα τα θέματα ωραρίου – αμοιβών – προσλήψεων και υπερτόνισαν το θέμα της εξέλιξης. Η μεν ΔΗΚΝΙ με τη λογική «περισσότεροι χαλίφηδες στη θέση του χαλίφη», η δε ΠΑΣΚ με τη λογική «μην ενοχλείτε τον χαλίφη», όπου χαλίφης = διευθυντής με ολοκληρωτική – ιδιωτικοοικονομική αντίληψη μέσα στο ΕΣΥ. Οι δύο παρατάξεις από την αρχή συγκρότησαν αραγές μέτωπο στην ΟΕΝΓΕ με επιδίωξη τη διατήρηση του ελέγχου από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, υπέρ των κάθε φορά προτάσεων του υπουργείου υγείας. Η πεισματώδης αυτή στάση οδήγησε σε κωμικοτραγικές καταστάσεις (π.χ. την ψηφοφορία στο συνέδριο της ΟΕΝΓΕ).
Η τακτική της ΑΕΓ (ΣΥΝ) πέρασε από διάφορες φάσεις με κύριο χαρακτηριστικό την «υποταγή στην συγκυρία». Στην αρχή προέβαλε μονομερώς το θέμα του ωραρίου και μάλιστα με λογική νομικών διεκδικήσεων αυτούσιας εφαρμογής του ευρωπαϊκού νόμου χωρίς αγωνιστικές κινητοποιήσεις. Η αντίληψη αυτή θα είχε σαν συνέπειες α) να αποσυνδέεται το θέμα της μείωσης των ωρών εργασίας από την ανάγκη για προσλήψεις γιατρών σε οργανικές θέσεις και από την ανάγκη αξιοπρεπών αποδοχών β) να περιορίζεται η συζήτηση μέσα στον κλάδο στο ποιός είναι ο καλύτερος δικηγόρος ή ποια είναι τα φανταχτερότερα νομικίστικα τερτίπια, και όχι στο πώς θα οργανώνονται μαζικότερες και αποτελεσματικότερες κινητοποιήσεις. Η αντίληψη αυτή οδήγησε σε ακραίες καταστάσεις (π.χ. γιατροί και ενώσεις διά νομικών συμβούλων τους να απαιτούν από παρέδρους να μην πληρώνονται οι δεδουλευμένες εφημερίες, κλπ) γ) να οδηγείται ο κλάδος σε «αυτογκόλ», αφού η επίκληση του ευρωπαϊκού νόμου περί 48ωρου ως έχει και αυτοτελώς σημαίνει κατάργηση του διαχωρισμού μεταξύ πρωινής και υπερωριακής εργασίας, καθώς και μεταξύ καθημερινής και Σαββατοκύριακου. Αργότερα ένα σοβαρό τμήμα της παράταξης αυτής (κυρίως στην Αθήνα) οδηγήθηκε σε μια συναντίληψη με την ΔΗΚΝΙ για «εξέλιξη των αναπληρωτών πάση θυσία». Αντίθετα, η πλειοψηφία της πανελλαδικής ΑΕΓ προχώρησε σε πιο αγωνιστικές θέσεις. Σε πολλές ενώσεις τα στελέχη της επέδειξαν πραγματικά πρωτοπόρα στάση. Έδωσαν και κέρδισαν μαζί με την Α.Ρ.Σ.Ι. και το «Νυστέρι» τη μάχη του έκτακτου συνέδριου της ΟΕΝΓΕ τον Ιούνη του 2008 και συμμετείχαν ενεργότατα στις κινητοποιήσεις, παρά τις ταλαντεύσεις και παλινωδίες τις κρίσιμες στιγμές (π.χ. τη βεβιασμένη «λήξη» των κινητοποιήσεων πριν την υπογραφή της συλλογικής σύμβασης ή την εκτίμηση ότι «ο υπουργός κάνει βελτιώσεις» λίγο πριν τη ψήφιση του νόμου, όταν κινδύνευε να χαθεί τελείως όλο το άρθρο 4 περί εξέλιξης). Γενικά, το συνολικό προφίλ της παράταξης αυτής φαίνεται ότι θα διαμορφώνεται ανάλογα με τόσο ισχυρές είναι οι πιέσεις κάθε φορά, από «αριστερά» ή από «δεξιά». Σοβαρό αρνητικό στοιχείο για το νοσοκομειακό κίνημα αποτελεί η διαφοροποίηση της ΑΕΓ Αθήνας προς συντηρητικότερες θέσεις, που το τελευταίο διάστημα πήρε ανεξέλεγκτες διαστάσεις, αφού ο εκπρόσωπος της ΑΕΓ Αθήνας στην ΟΕΝΓΕ ήταν αυτός που πρότεινε να αναγνωριστεί εκ των υστέρων ο νόμος 3754/09 σαν συλλογική σύμβαση, πρόταση που ψηφίστηκε με ανακούφιση από ΔΗΚΝΙ και ΠΑΣΚ.
Η στάση της ΔΗΠΑΚ (ΚΚΕ) γενικά ακολούθησε την αντίστροφη πορεία από αυτή της ΑΕΓ. Συγκεκριμένα, μέχρι και τους πρώτους μήνες του 2007 η ΔΗΠΑΚ στον ένα ή στον άλλο βαθμό υιοθετούσε αγωνιστικά αιτήματα (π.χ. τόσο σε επίπεδο θέσεων της ΚΕ του ΚΚΕ για την υγεία όσο και σε επίπεδο ΔΗΠΑΚ υιοθέτησαν σχεδόν αυτούσιες τις θέσεις της ΑΡΣΙ για ωράριο-μισθούς –προσλήψεις όπως αυτές είχαν επαναδιατυπωθεί τον 9/2006, δηλαδή 5θήμερο-6ωρο-30ωρο πρωινό ωράριο συν το πολύ μία εφημερία την εβδομάδα για όλους –ειδικούς και ειδικευόμενους-, 5500 νέες προσλήψεις Επιμελητών Β΄, 1600 ευρώ για τον ειδικευόμενο κλπ. Αυτή η στάση είχε εκφραστεί και στις γενικές συνελεύσεις της ΕΙΝΑΠ στις αρχές του 2007. Από τα μέσα του 2007 και μετά, η ηγεσία της ΔΗΠΑΚ έκανε «στροφή» αποφεύγοντας να συνηγορεί υπέρ κινητοποιήσεων ενάντια στην πολιτική Αβραμόπουλου. Αυτό συνέπεσε με την γενικότερη αντίστοιχη στροφή των δυνάμεων του ΚΚΕ εκείνη την περίοδο (χαρακτηριστική ήταν η στάση τους στις τότε φοιτητικές κινητοποιήσεις). Όπως συνηθίζεται από τον πολιτικό αυτό χώρο, η «απόσυρση» από τον αντικυβερνητικό αγώνα επιχειρήθηκε να καλυφθεί πίσω από διάφορα ιδεολογικά προπετάσματα και προσχήματα. Η προσπάθεια αυτή απέτυχε παταγωδώς, με χαρακτηριστικότερη ίσως στιγμή την ψηφοφορία στο συνέδριο της ΟΕΝΓΕ. Η στάση της ΔΗΠΑΚ στις κινητοποιήσεις του τελευταίου διαστήματος ήταν πρακτικά εχθρική. Παρά τις αντικαπιταλιστικές και αντιΕΟΚικές «κορώνες» σε φραστικό επίπεδο, επί της ουσίας συνεχίστηκε δυστυχώς η παράδοση της προηγούμενης ηγεσίας της ΔΗΠΑΚ (όταν προήδρευε στην ΕΙΝΑΠ) δηλαδή η ανοικτή εχθρότητα προς τις μαζικές γενικές συνελεύσεις, τον από τα κάτω συντονισμό τους και τις κινητοποιήσεις που αποφασίζουν οι ίδιοι οι νοσοκομειακοί γιατροί.
Τέλος, για τις δύο παρατάξεις κοινοβουλευτικής αριστεράς, όσον αφορά το θέμα του ταξικού – διαστρωματικού προσανατολισμού μέσα στο σώμα των νοσοκομειακών γιατρών, η ΑΕΓ (κατ’ αναλογία με την ΔΗΚΝΙ) έχει δεσμούς περισσότερο με τη «β΄ κατηγορία» (παλιότερους γιατρούς που ενδιαφέρονται περισσότερο για την εξέλιξη), ενώ η ΔΗΠΑΚ (κατ’ αναλογία με την ΠΑΣΚ) δείχνει έναν ιδιότυπο «σεβασμό» προς το διευθυντικό και καθηγητικό κατεστημένο.
Στις δύσκολες αυτές συνθήκες η Α.Ρ.Σ.Ι. μαζί με άλλες αγωνιστικές δυνάμεις (χιλιάδες ανένταχτους γιατρούς, την ομάδα «Γένοβα – Νυστέρι», γιατρούς από πολιτικές ομάδες που συμμετέχουν στον ΣΥΡΙΖΑ αλλά δεν ταυτίζονται με την ΑΕΓ, γιατρούς από τον αντιεξουσιαστικό χώρο κλπ) έδωσε μια μεγαλειώδη μάχη που σηματοδότησε την αναγέννηση του νοσοκομειακού κινήματος. Οι αγωνιστικές δυνάμεις έδωσαν αυτή τη μάχη με επιτυχία αξιοποιώντας 3 βασικά όπλα :
Α) Αγωνιστική πολιτική λογική για τα αιτήματα και τις διεκδικήσεις. Κομβικό σημείο αποτέλεσε η προκήρυξη της ΑΡΣΙ με τίτλο «λιγότερη δουλειά, δουλειά για όλους» που εκδόθηκε από το φθινόπωρο του 2006. Εκεί περιγράφτηκε αναλυτικά διεκδικητικό πλαίσιο με κεντρικό άξονα την απαίτηση για νέο, δημόσιο σύστημα που θα παρέχει πραγματικά δωρεάν – σύγχρονη – ισότιμη – καθολική περίθαλψη σύμφωνα με τις πραγματικές υγειονομικές ανάγκες και ταυτόχρονα θα παρέχει συνθήκες αξιοπρέπειας στις συνθήκες εργασίας, την επαγγελματική αποκατάσταση, τις αποδοχές, τα ωράρια, την εκπαίδευση, την επιστημονική εξέλιξη και τη δημοκρατία στην διάρθρωση της ιατρικής υπηρεσίας. Ιδιαίτερη σημασία είχαν οι εκτιμήσεις :
- Για την ουσία της κυβερνητικής πολιτικής. Η ιδιωτικοοικονομική λειτουργία του δημόσιου τομέα δημιουργεί την τάση για εργασιακές σχέσεις γιατρών με πρότυπα ιδιωτικού τομέα (σε κάθε τμήμα 1-2 διευθυντές «αφέντες» και πολλοί ελαστικοί σκλάβοι – όμηροι, κατάργηση του διαχωρισμού τακτικής – υπερωριακής εργασίας κλπ).
- Για την ουσία της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η τάση για πλήρη αποδιάρθρωση των δημόσιων συστημάτων περίθαλψης και παράδοσης σχεδόν όλων των δραστηριοτήτων με σύμβαση από τα ασφαλιστικά ταμεία στον ιδιωτικό τομέα και για πλήρη ελαστικοποίηση της εκπαίδευσης και της εργασίας των νέων γιατρών κυριαρχεί συντριπτικά και ασκείται τόσο μέσω της πολιτικής των κυβερνήσεων των χωρών όσο και μέσω της ευρωπαϊκής επιτροπής και θεσμών όπως η UEMS. Η εργατική νομοθεσία περί ανώτατου ορίου ωρών εργασίας γίνεται προσπάθεια να «αξιοποιείται» στην κατεύθυνση ελαστικοποίησης, κυκλικών ωραρίων, καθιέρωση κατώτερου σώματος «εφημεριατζήδων», παράτασης του χρόνου ειδικότητας κλπ.
- Για την αναγκαιότητα ενιαίας και ταυτόχρονης διεκδίκησης του τρίπτυχου «ωράριο – μισθοί – προσλήψεις», με έμφαση στην επαγγελματική αποκατάσταση των νέων γιατρών στο ΕΣΥ σε μόνιμες θέσεις επιμελητών Β΄.
- Για την αναγκαιότητα διεκδίκησης δημοκρατίας στη λειτουργία της ιατρικής υπηρεσίας, με πλήρη κατάργηση της διευθυντικής αυθαιρεσίας που μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο με την κατάργηση του ίδιου του θεσμού του διευθυντή και την καθιέρωση πολυεπιμελητικού – αδιευθυντικού συστήματος.
- Για την συσσώρευση αξιόλογου αγωνιστικού δυναμικού σε μεγάλη μάζα ειδικευόμενων και επιμελητών, που απαιτούν αιτήματα σύμφωνα με τις ανάγκες και όχι με ό,τι θεωρείται παραδοσιακά κάθε φορά «εφικτό» από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία.
Β) Λογική κήρυξης «εμφύλιου πολέμου» μέσα στον ίδιο κλάδο, από την πλειοψηφία των ειδικευόμενων και των επιμελητών ενάντια στην κάστα που εκμεταλλεύεται αδίστακτα τόσο τον ανθρώπινο πόνο όσο και την εργασία των υπολοίπων και επιμένει να ελέγχει ασφυκτικά τη λειτουργία του συστήματος και την ιατρική ιεραρχία μέσα από επίσημους και ανεπίσημους δεσμούς με τα γαλαζοπράσινα κρατικά κυκλώματα.
Γ) Λογική οργάνωσης των διεκδικήσεων από τα κάτω, με συνελεύσεις που θα έχουν «όλη την εξουσία» και θα συντονίζονται οι ίδιες από τα κάτω μέσω εκπροσώπων ανά πάσα στιγμή ανακλητών από τη συνέλευση που τους όρισε. Συνέπεια στη λογική αυτή μέχρι το τέλος, πλήρης παραμερισμός της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, εκπροσώπηση του κλάδου απέναντι στην πολιτεία από τα συντονιστικά και όχι από τους γραφειοκράτες.
Σε όλες τις φάσεις ανάπτυξης του κινήματος η Α.Ρ.Σ.Ι. ανυποχώρητα επέμεινε στα παραπάνω και κατάφερε σε μεγάλο βαθμό να τα επιβάλλει :
- Την άνοιξη του 2008, όταν η πολιτική ηγεσία του υπουργείου υγείας σε αγαστή σύμπνοια με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία προσπάθησε να ασκήσει ωμό εκβιασμό («ή υπογράφετε τη σύμβαση που προτείνει ο Αβραμόπουλος ή δεν πληρώνεστε εφημερίες»). Το κύμα μαζικών γενικών συνελεύσεων σε πολλά νοσοκομεία, η ίδρυση του Συντονιστικού Γενικών Συνελεύσεων Γιατρών Νοσοκομείων Αθήνας – Πειραιά, οι μαχητικές συγκεντρώσεις έξω από το υπουργείο υγείας και (πρώτα και κύρια) οι μαζικές επισχέσεις εργασίας των ειδικευόμενων σε μεγάλα νοσοκομεία (με κέντρα αγώνα στην Αθήνα το ΝΕΕΣ και το Αττικό) που προκάλεσαν σύγκρουση με τους μηχανισμούς του κράτους, της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, της «λαμογιοδιευθυντοκρατίας» και του καθηγητικού κατεστημένου. Μέσα από τις κινητοποιήσεις αυτές χιλιάδες γιατροί έβγαλαν συμπεράσματα τόσο για την ουσία της κυβερνητικής πολιτικής όσο και για τον ρόλο της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Σημαντικό ήταν το γεγονός ότι οι απεργοί – κυρίως ειδικευόμενοι – όχι μόνο δεν «μάσησαν» από την προσπάθεια τρομοκράτησής τους που εξαπολύθηκε συντονισμένα από διοικητές, υπουργείο, διευθυντές, καθηγητές, εισαγγελείς κλπ, αλλά τελικά νίκησαν. Τα γεγονότα αυτά άλλαξαν ριζικά τον συσχετισμό δυνάμεων μέσα στον κλάδο. Ολόκληρα ταλαντευόμενα τμήματα (π.χ. παλιότεροι γιατροί που κατά τόπους εκφράζονται παραδοσιακά μέσω της ΑΕΓ ή της ΠΑΣΚ) τάχθηκαν με τις κινητοποιήσεις, ενώ απομονώθηκε αποφασιστικά η συνδικαλιστική γραφειοκρατία.
- Τον Ιούνη του 2008, στο έκτακτο συνέδριο της ΟΕΝΓΕ. Η αποφασιστικότητα και η τακτική των αγωνιστικών δυνάμεων ήταν αυτή που επέβαλε την ίδια τη διεξαγωγή του συνεδρίου και την έκβασή του. Η αποκάλυψη του ρόλου της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας έφτασε στον βαθμό του πλήρους «ξεβρακώματος», αφού ΠΑΣΚ και ΔΗΚΝΙ ψήφισαν την πρόταση της … ΔΗΠΑΚ, δηλώνοντας ευθαρσώς ότι δεν τους ενδιαφέρει το πολιτικό περιεχόμενο του πλαισίου, αλλά αποκλειστικά η διατήρηση του προνομίου της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας να εκπροσωπεί «εν λευκώ» τον κλάδο στις διαπραγματεύσεις με το κράτος. Αντίστροφα, αποκαλύφθηκε η «κρυφή» επιλογή της ηγεσίας της ΔΗΠΑΚ για αποτροπή «ανεξέλεγκτων» (δηλαδή πραγματικά απειλητικών για την κυβέρνηση και το ιατρικό «λαμογιοκατεστημένο») κινητοποιήσεων που επιμελώς «καμουφλάρεται» πίσω από ιδεολογικό προπέτασμα καπνού. Ταλαντευόμενες δυνάμεις (ΑΕΓ Αθήνας, ΠΑΣΚ Θεσσαλονίκης κ.ά.) συντάχτηκαν ανοικτά ή έμμεσα με το αγωνιστικό μπλόκ.
- Το φθινόπωρο του 2008, στις κινητοποιήσεις με την μορφή απόσυρσης από τις εφημερίες και τις διαπραγματεύσεις με το υπουργείο. Η σωστή επιλογή αγωνιστικής λογικής (διεκδίκηση συλλογικής σύμβασης για την αναστολή εφαρμογής της ευρωπαϊκής νομοθεσίας με ανταλλάγματα σε μισθούς, ωράρια, προσλήψεις και εξέλιξη) και μορφής πάλης (απόσυρση των γιατρών από το εφημεριακό έργο μετά την συμπλήρωση 2 και 4 εφημεριών τον μήνα για ειδικούς και ειδικευόμενους αντίστοιχα) είχε σαν συνέπειες : α) να υιοθετείται μαζικά η τακτική αυτή από νοσοκομειακές γενικές συνελεύσεις σε όλη τη χώρα, παρά την αντίθεση τόσο ΠΑΣΚ – ΔΗΚΝΙ, όσο και ΔΗΠΑΚ (αδιέξοδη επιμονή στην άρνηση διεκδίκησης συλλογικής σύμβασης με «σχιζοφρενικά» επιχειρήματα όπως π.χ. «είμαστε αντίθετοι τόσο με την ευρωπαϊκή νομοθεσία όσο και με συλλογική σύμβαση που θα ματαιώνει την εφαρμογή της» καθώς και στην άρνηση συνελευσιακών διαδικασιών και μορφών πάλης που απειλούν την εφημεριακή λειτουργία) αλλά και μέρους της ΑΕΓ σε ορισμένους νομούς και νοσοκομεία (επιμονή στη δικαστική διεκδίκηση αυστηρά και μόνο του ωραρίου όπως προβλέπεται επακριβώς από την ευρωπαϊκή οδηγία) β) να αποκτά ηγεμονικό και καθοριστικό ρόλο το Συντονιστικό Συνελεύσεων Αθήνας – Πειραιά, που έφτασε να περιλαμβάνει 23 νοσοκομεία και να εκφράζει συνελεύσεις στις οποίες συμμετείχαν χιλιάδες γιατροί, γ) να αναγκάζεται σε άτακτη υποχώρηση η πολιτική ηγεσία του υπουργείου υγείας, που αναγνώρισε “de facto” και “de jure” την διαπραγματευτική ομάδα και το Συντονιστικό, που έφερε νέα πρόταση για συλλογική σύμβαση σε σωστή αυτή τη φορά κατεύθυνση εγκαταλείποντας την απαράδεκτη φόρμουλα που είχε απορριφθεί από το έκτακτο συνέδριο της ΟΕΝΓΕ, δ) να συνεχίζονται οι κινητοποιήσεις και οι διαπραγματεύσεις για δέκα ημέρες μετά τη «λιποταξία» της ηγεσίας της ΑΕΓ και να επιβάλλονται ακόμα πιο βελτιωμένοι όροι στην συμφωνία με το υπουργείο, με την επιμονή του Συντονιστικού της Αθήνας και ορισμένων ενώσεων της επαρχίας, όπως η ένωση της Πάτρας ε) να επιτυγχάνεται η υπογραφή της συλλογικής σύμβασης στις 1-12-2008.
- Το Φεβρουάριο του 2009, στις απεργίες που διεκδίκησαν την εφαρμογή της υπογραφείσας σύμβασης. Στη φάση αυτή η συσσωρευμένη κόπωση του κλάδου και η αδυναμία συγκρότησης ισχυρού μετώπου συνελεύσεων, «χαλάρωσε» την πίεση με τελικό αποτέλεσμα την πραξικοπηματική αναγνώριση του νόμου 3754 εκ των υστέρων μετά την ψήφισή του στη βουλή σαν «συλλογική σύμβαση» από την πλειοψηφία ΔΗΚΝΙ – ΠΑΣΚ – ΑΕΓ Αθήνας στην ΟΕΝΓΕ. Παρ’ όλα αυτά οι κινητοποιήσεις απέτρεψαν την πλήρη απόσυρση του άρθρου 4 περί εξέλιξης και επέβαλλαν έναν νόμο με πολλά θετικά σημεία, παρά τις πολλές επιμέρους νοθεύσεις.
Συνοψίζοντας, το βασικό ιδεολογικό και πολιτικό συμπέρασμα από την περίοδο αυτή είναι η αποτελεσματικότητα της αγωνιστικής λογικής που εμπιστεύεται την ικανότητα του μαζικού κινήματος να «εκπέμπει» πολιτική αυτοτελώς, και όχι απλά να αναπαράγει παραταξιακούς σχεδιασμούς, όσο κι’ αν οι τελευταίοι φαίνονται «επαναστατικοί» στα λόγια.
Τα σημερινά καθήκοντα της αγωνιστικής πτέρυγας
Α) Οι συνελεύσεις των ημερών αυτών πρέπει να επιβάλλουν την πληρωμή των δεδουλευμένων εφημεριών και την έναρξη καταβολής των μισθολογικών αυξήσεων και των αναδρομικών που επιβάλλει ο νέος νόμος. Επίσης το συντονιστικό τους να επιβάλλει την άμεση έναρξη της διαδικασίας των προσλήψεων των 2000 επιμελητών. Μέσα στα ίδια τα νοσοκομεία οι συνελεύσεις πρέπει να επιβάλλουν με αποφασιστικότητα την τήρηση του ρεπό (μια καλή τακτική είναι η κατοχύρωση γραπτού προγράμματος ρεπό σε κάθε τμήμα που θα καταρτίζεται σε μηνιαία βάση μαζί με το πρόγραμμα των εφημεριών) στο οποίο αντιδρούν παρασκηνιακά διάφορα «διευθυντολαμόγια», καθώς και την άμεση έναρξη της διαδικασίας των αναβαθμίσεων. Ήδη πολλές συνελεύσεις (ΝΕΕΣ, Λαϊκό κ.ά. έχουν εξαγγείλει επισχέσεις εργασίας.
Β) Οι εκλογές στην ΕΙΝΑΠ (25 ή 30 Ιουνίου) πρέπει να αποκτήσουν χαρακτήρα μαζικού δημοψηφίσματος των νοσοκομειακών γιατρών υπέρ της αγωνιστικής λογικής, και όχι «γκάλοπ» μετά τις ευρωεκλογές και πριν τις βουλευτικές όπως επιδιώκουν οι κοινοβουλευτικές παρατάξεις. Κάθε γιατρός που πήρε ενεργά μέρος στο κίνημα, και κάθε πολιτική – συνδικαλιστική ομάδα πρέπει να τεθεί μπροστά στις αντίστοιχες ευθύνες. Η Α.Ρ.Σ.Ι. κατ’ αρχήν θεωρεί ότι η λειτουργία και η δράση της όλο το προηγούμενο διάστημα έχει πείσει και τους πιο κακόπιστους ότι μπορεί να λειτουργεί σαν αρμονική συνεύρεση όλων των αγωνιστικών – αντιγραφειοκρατικών ρευμάτων, ανένταχτων γιατρών, γιατρών και οργανώσεων που συνδέονται με τη ριζοσπαστική – αντισυστημική αριστερά, γιατρών και ομάδων που σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο συνεργάζονται με τον ΣΥΡΙΖΑ (όπως η ΚΟΕ και το Δίκτυο), καθώς και γιατρών του αντιεξουσιαστικού χώρου. Η Α.Ρ.Σ.Ι. θεωρεί ότι αυτές οι εκλογές δίνουν την ευκαιρία στους νοσοκομειακούς γιατρούς να αποδοκιμάσουν μαζικά τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και την κοινοβουλευτική – παραταξιακή λογική, δηλώνοντας τη θέλησή τους να έχουν οι ίδιοι, μόνιμα στα χέρια τους μέσα από τις γενικές τους συνελεύσεις και τα διανοσοκομειακά συντονιστικά τις τύχες του κινήματός τους. Η Α.Ρ.Σ.Ι. έχει αποδείξει ότι θα επιμένει σ’ αυτή τη λογική δημοκρατίας για το μαζικό κίνημα «μέχρι θανάτου» : ΟΛΗ Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΣΤΙΣ ΓΕΝΙΚΕΣ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΕΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥΣ.
Η ανατροπή των συσχετισμών στα όργανα ΕΙΝΑΠ και ΟΕΝΓΕ υπέρ της αγωνιστικής αντίληψης ενισχύει αυτή ακριβώς τη λογική.